Κοζανίτικη Αποκριά Η ιστοσελίδα ενημερώθηκε στις 10:00, 25 Ιανουαρίου 2010

Οι Αποκριές είναι η περίοδος των τριών εβδομάδων πριν από την Καθαρή Δευτέρα οπότε αρχίζει και η μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Αποκριά (αποκρεά) σημαίνει αποχή από το κρέας. Επίσης, κατά μία εκδοχή, η λατινογενής λέξη «Καρναβάλι»  αποτελείται από τις λέξεις carne = κρέας και vale = χαιρετώ.

>>Σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας πραγματοποιούνται Αποκριάτικες εκδηλώσεις. Αυτό που γίνεται όμως στην Κοζάνη είναι το κάτι άλλο. Θα πρέπει να το βιώσετε οπωσδήποτε για να αισθανθείτε την ιδιαιτερότητά του! Όσοι (εκτός Κοζάνης) επισκεφθούν την Κοζάνη κατά το δωδεκαήμερο των εκδηλώσεων, σίγουρα θα ξαναεπισκεφθούν την Κοζάνη και την επόμενη χρονιά για να «χορτάσουν» την Κοζανιώτικη Αποκριά!

Το Κοζανιώτικο Καρναβάλι είναι θεότρελο! Σιούρδο! Η Κοζανιώτικη ντοπιολαλιά βρίσκεται στο αποκορύφωμά της και αυτό είναι το στοιχείο που την διαφοροποιεί από τις αποκριάτικες γιορτές στα άλλα μέρη της Χώρας μας.

KOZANITIKO KAΡΝΑΒΑΛΙ: H Μοναδικότητα των Φανών

Γιατί επιμένουν οι Κοζανίτες στη μοναδικότητα του εθίμου αυτού στον Ελλαδικό χώρο; Στο κάτω-κάτω εορταστικές καθαρτήριες πυρές ανάβουν σε πολλά μέρη της Βόρειας Ελλάδας κυρίως, με τους ανθρώπους να χορεύουν και να τραγουδούν γύρω απ' αυτές καλώντας μαγικά τις υπερφυσικές δυνάμεις να τους χαρίσουν υγεία, γονιμότητα, αφθονία. Τι είναι αυτό που κάνει το Φανό της Κοζάνης ξεχωριστό;

Ο σημαντικότερος λόγος είναι νομίζω ο συνδυασμός της φωτιάς με το ιδιότυπο αποκριάτικο τραγούδι και χορό γύρω απ' αυτήν.

Ενώ σε άλλες περιοχές, στα χωριά της Θράκης π.χ. ή στον Πόντο κατά τον Γ. Λυριτζή αλλά και στη Σιάτιστα (κλαδαρές) ανάβει η πυρά σαν μέρος μιας ευχετήριας τελετής για το καλό της χρονιάς, στην Κοζάνη συνδυάζεται επιπλέον και με την ιδέα της ανατροπής, της αμφισβήτησης ιδεών και ιεραρχίας και την κατάργηση των ορίων, που εμπεριέχει η Αποκριά.

Το δεύτερο που εξασφαλίζει μοναδικότητα στο Φανό είναι η μορφή του.

Δεν πρόκειται για μια τεράστια φωτιά που πρέπει συνεχώς να τροφοδοτείται, δεν ελέγχεται ούτε πλησιάζετε εύκολα και γρήγορα σβήνει, όπως γίνεται μ' όλες τις άλλες που ανάβουν πάνω στο έδαφος. Αντίθετα καίει πάνω σε ένα είδος βωμού κρατιέται σταθερή όλη τη νύχτα με λίγη προσπάθεια και καύσιμα και επιτρέπει τη συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γύρω της. Αυτό εξασφαλίζει διάρκεια στην τελετή, πράγμα που με τη σειρά του επιτρέπει και πολλές εναλλαγές ατμόσφαιρας και διά­θεσης με μεγάλη ποικιλία. Ένα τρίτο στοιχείο είναι η ύπαρξη πολλών σταθερών εστιών. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους υπεύθυνους του Φανού να λειτουργούν σαν οικοδεσπότες σε σχέση με ένα χώρο στον οποίο βάζουν την προσωπική τους σφραγίδα σαν ομά­δα. Και επιτρέπει στους υπόλοιπους να μετα­κινούνται από Φανό σε Φανό και να ρίχνονται κά­θε φορά σε ένα καινούριο πανηγύρι, μέσα σε μια πόλη που φλέγεται ολόκληρη στο διονυσιακό αυτό γλέντι.


Ιστορία της Αποκριάς

Καρναβαλικές γιορτές πρωτοπαρουσιάζονται στη περιοχή γύρω

στο 1650, με τη μορφή των «ρογκατζαρίων», τα οποία διαρκούσαν ένα δωδεκαήμερο.

Η κυριότερη αμφίεση των Ρογκατζιαρίων στην Κοζάνη ήταν της δυάδας των Κωδωνοφόρων.

 Αυτοί πάνω από ψάθινη πανοπλία και θώρακα, κρεμούσαν στα στήθη και στις πλάτες τους κουδούνια και κυπριά ογκωδέστατα. Στο πρόσωπό τους φορούσαν προσωπίδα με μορφή γοργόνας, που προκαλούσε τον τρόμο σ’ όσους την αντίκρυζαν. Και στο δεξί χέρι κρατούσαν για όπλο ένα δρεπανοειδές σφυρί το (Κλιούγκι). Τους Κωδωνοφόρους συνόδευε μεγάλη παρέα μεταμφιεσμένων. Από τα βαθιά χαράματα της� Πρωτοχρονιάς και μέχρι τέλους της λειτουργίας έξω από το Δημαρχείο χτυπούσαν τα κυπροκούδουνά τους δαιμονιωδώς ενώ πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν για να απολαύσουν το θέαμα.

   � Όταν δύο παρέες Κωδωνοφόρων συναντιούνταν σε στενό δρόμο, έπρεπε κάποια να υποχωρήσει για να περάσει η άλλη, γιατί αλλιώς θα συγκρούονταν. Όποια παρέα θεωρούσε τον εαυτόν της ανίσχυρον υποχωρούσε και υποχρεόνονταν να περάσει από την αψίδα που σχηματίζωνταν από τους Κωδωνοφόρους της ισχυρότερης παρέας με τα σφυριά τους πράγμα το οποίο εθεωρούνταν σημείον υποταγής των μεν εις τους δε. Πολλές φορές για λυθεί το ζήτημα κατέφευγαν� στα σφυριά και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Αποτέλεσμα μνιάς τέτοιας σύγκρουσης γύρω στα 1860 ήταν να αλληλοσκοτωθούν δύο αδέρφια, της Μπήλιως τα παιδιά, γιατί μεταμφιεσμένοι όπως ήταν δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον. Πήγαν και τους έθαψαν στη θέση που φέρει το όνομα “της Μπήλιως τα νημόρια” (πλατεία 25ης Μαρτίου). Αλλά από τότε οι τουρκικές αρχές με παρέμβαση των προεστών απαγόρευσαν τις εκδηλώσεις αυτές.

    � Ξανάρχισαν μετά το 1890, γιατί ο κόσμος ζητούσε ψυχαγωγία. Τότε φαίνεται ότι έγιναν οι ενέργειες από τους Προύχοντες της Κοζάνης στο Μοναστήρι-τα Μπιτόλια-για να αρθεί η απαγόρευση και ήρθε από τον Βαλή η απάντηση� “Μπιτούν Κοζαναράλ έξ Μασκαρά Οσλούν” δηλαδη αφού το θέλουν άς “γίνουν όλοι οι Κοζανίτες Μασκαράδες” Αλλά δεν εμφανίστηκαν πια στις γιορτές του Δωδεκαημέρου σαν “Ρογκατζιάρια”, παρά στις Αποκριές και με την ονομασία “Καρναβάλια”.

    � Σαν έφεγγε καλά η μέρα, έσβηναν το Φανό. Μάζευαν τη στάχτη και πήγαιναν και τη σκορπούσαν στο βιό τους (στα χωράφια και τα αμπέλια), να καρπίσουν και να αυγατίσει η σοδειά. Σημάδι και, πως πολλές από τις γιορτές των Αρχαίων Ελλήνων, διατηρούνται ακόμα και σήμερα από τον Ελληνικό λαό, σαν συνέχεια εκείνων και ας λένε μερικοί λαογράφοι και προ παντός ιστοριογράφοι, πως ο σημερινός Ελληνισμός δεν έχει τη ρίζα του στον παλιό, μα παρακλάδι από ένα γιγαντόσωμο δεντρί.

Η ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ ΕΙΝΑΙ ΓΛΕΝΤΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ

 Μεταπολεμικά, είναι γνωστό ότι η διάθεση των πολιτών να εκμεταλλευτούν όσο γίνεται την ελευθερία έκφρασης και δράσης που τους παρέχει η Αποκριά γέννησε ένα σωρό καινούριες εκδηλώσεις οι οποίες, μαζί με τις παλιότερες, δημιουργούν μια εκρηκτική ατμόσφαιρα που διαρκεί μέρες. Μια τέτοια εκδήλωση είναι και ο φανός. 

Η Καταγωγή του Φανού

Πολλοί μελετητές του Φανού προσπάθησαν να ανιχνεύσουν την καταγωγή του επιμένοντας οι περισσότεροι στην άμεση σύνδεση του με τις αρχαίες γιορτές, πράγμα που συμμερίζεται και η πλειονότητα των Κοζανιτών. Ελπίζοντας ότι πολύ σύντομα θα εκδηλωθεί ενδιαφέρον από ειδικούς λαογράφους και ιστορικούς για την αποσαφήνιση της προέλευσης του εθίμου, παραθέτουμε παρακάτω τις επικρατέστερες απόψεις. Ο Νάσης Αλευράς στην μελέτη του «Ο Φανός στην  Κοζάνη» αφού ετοιμολογεί την ονομασία του εθίμου από το φαίνω (φέγγω, φωτίζω), προσπαθεί να εξηγήσει την προέλευσή του, λέγοντας ότι «δείχνει μια εικόνα, που πολύ θυμίζει κάτι ανάλογες πολεμικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Και σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε αδίστακτα να ισχυριζόμαστε ότι είναι η συνέχεια εκείνων και ο χορός που χορεύεται (σε χρόνο 2/4) δεν είναι παρά αυτούσιος ο Πυρρίχιος χορός των αρχαίων Ελλήνων».Ο Λεωνίδας Παπασιώπης στο βιβλίο του «Η Παλιά Κοζάνη» υποστηρίζει ότι «οι εορταστικές εκδηλώσεις είχαν μεγάλη ομοιότητα με τα Αρχαία Διονύσια, που γιορτάζονταν την ίδια περίπου εποχή κι απ’ τα οποία δεν αποκλείεται να έλκουν την καταγωγή». Αφού κάνει αναφορά σε διάφορα στοιχεία των εορτών αυτών και συγκεκριμένα το γερό φαγοπότι της πρώτης μέρας, τις Χοές (αγώνες οινοποσίας) της δεύτερης, και τον κώμο, τα πειράγματα δηλαδή και τους χορούς της τρίτης (μεταξύ των οπίων ξεχωρίζουν ο κόρδαξ, «όρχησις φαλλική, απρεπής και αισχρά» και η πυρρίχη, «χορός γύρω και πάνω στις φωτιές»), καταλήγει: «Καμία σχεδόν από τις εκδηλώσεις αυτές δε λείπει απ’ τις Αποκριές».Την  τόσο διαδεδομένη άποψη της καταγωγής του εθίμου από αρχαίες διονυσιακές γιορτές δε θεωρεί αρκετά τεκμηριωμένη ο καθηγητής Στίλπων Κυριακίδης: «πολύ δε ολιγώτερον είναι ορθόν ότι το έθιμον έχει σχέσιν προς τας πολεμικάς εορτάς της αρχαίας Ελλάδας, ο δε χορευόμενος χορός είναι αυτούσιος ο πυρρίχιος των αρχαίων».Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν άλλες δυο απόψεις σχετικές με το θέμα, που απομακρύνονται από γιορτές και οργιαστικούς χορούς της αρχαιότητας. Η μια είναι του Αργυρίου Γκίσσα από το άρθρο του «Κοζανίτικη Αποκριά» όπου ο αρθρογράφος παραλληλίζει τους Φανούς με τις φωτιές του αγιάννη, έθιμο διαδεδομένο σε πολλές περιοχές της χώρας, τις οποίες άναβαν παιδιά, κάνοντας αναπαράσταση του «γραφικού φαινομένου της Δύσεως του ήλιου και του μύθου του Ηρακλέους». Κατά τον Βασίλη Σιαμπανόπουλο η πιο πειστική και τεκμηριωμένη άποψη πάνω σ’ αυτό το θέμα φαίνεται να είναι αυτή του Γ. Λυριτζή, ο οποίος υποστηρίζει: «Η μεγάλη διάδοσις του εθίμου αυτού στην Ήπειρο, η ομοιότης του σε όλες τις λεπτομέρειες με το επικρατούν στην Κοζάνη και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους οικιστάς της Κοζάνης ήλθαν από την Ήπειρο μαρτυρούν την ηπειρωτική προέλευση του Κοζανίτικου Φανού. Φαίνεται λοιπόν, ότι οι πρώτοι Ηπειρώτες μέτοικοι, έφεραν μαζί τους και το έθιμο τούτο και το καθιέρωσαν στη νέα τους πατρίδα Κοζάνη,όπου διατηρείται μέχρι και σήμερα».  Η εξέλιξή του μέσα στο χρόνοΟ Φανός έχει αποδείξει την ελαστικότητα του σαν έθιμο και τις βαθιές του ρίζες στις καρδιές των Κοζανιτών, που δεν μπορούν να διανοηθούν τις Αποκριές χωρίς αυτόν, κυρίως μέσα από την μακροβιότητά του και τη διατήρηση της ουσίας του παρόλες τις σημαντικές αλλαγές που έχει υποστεί η μορφή του. Αυτές οι αλλαγές κάθε άλλο παρά δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με το αν ο σημερινός Φανός αποτελεί συνέχεια αυτού που άναβε στην πόλη της Κοζάνης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αντιθέτως αποδεικνύουν τον ζωντανό του πυρήνα, που του επιτρέπει να προσαρμόζεται σε μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής και να υιοθετείται από την κάθε καινούρια γενιά σαν μια εκδήλωση πολιτισμού μέσα από την οποία μπορεί να εκφράζεται το σύγχρονο κοινωνικό της πλαίσιο. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι ανάγκες έκφρασης ήταν διαφορετικές. Εκτός από μια φυσική ροπή των ανθρώπων προς τη χαρά και τη διασκέδαση ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας διακρίνουμε εδώ και την ανάγκη των υποδούλων, να τονώσουν την εθνική τους συνείδηση μέσα από εκδηλώσεις που τους παρείχαν αυτή τη δυνατότητα, είτε γιατί το ανέχονταν οι κατακτητές είτε γιατί δεν το αντιλαμβάνονταν. Όπως αναφέρει ο Νάσης Αλευράς στην μελέτη του «Ο Φανός στην Κοζάνη», οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκέντρωσης για του υπόδουλους Έλληνες όπου συνεννοούνταν και έπαιρναν αποφάσεις κατά την επανάσταση του 21 και στο κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Μάλιστα, σε τούτον τον τελευταίο, κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια δια τους αντάρτες. Είναι βέβαια δύσκολο να καταλάβει κανείς, ιδίως όταν δεν υπάρχει αρκετή τεκμηρίωση, τι λόγο μπορεί να είχαν οι κατακτητές να επιδεικνύουν τέτοια ανοχή στους Κοζανίτες σε βαθμό μάλιστα που όχι μόνο να τους εξαιρούν από τη γενική απαγόρευση του μασκαρέματος αλλά επιπλέον να στέλνουν ενισχύσεις της αστυνομίας για να εμποδίζονται τυχόν κονιάρηδες ταραξίες να δημιουργήσουν φασαρίες στο Φανό. Μετά την Απελευθέρωση και μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Φανός παίρνει την μορφή την οποία με νοσταλγία αναπολούν οι παλιότεροι. Οι προετοιμασίες άρχιζαν την Μικρή Αποκριά, οπότε και στήνονταν στις γειτονιές ο πέτρινος βωμός πάνω στον οποίο άναβαν φωτιά με ξερόκλαδα και καντηλίνα σαν προαναγγελία του Φανού που θα άναβε την επόμενη Κυριακή. Τον πλαισίωναν με 4 ψηλά κοντάρια που τα συνέδεαν μεταξύ τους με σκοινιά ή σύρματα. Στην πρόχειρη αυτή κατασκευή κρεμούσαν σερπαντίνες, μάσκες κι ό,τι άλλο πίστευαν ότι θα τον στόλιζε και θα το έκανε πιο εντυπωσιακό. Ταυτόχρονα έβγαινε το τσινί (τσίγκινο πιάτο) στα γύρω σοκάκια, άρχιζε δηλαδή ο έρανος, για να συγκεντρωθεί το ποσό που χρειαζόταν για τα καύσιμα του «επίσημου» Φανού, όπου έκαιγαν μόνο δαδί. Με τις δεκάρες που έπεφταν στο πιάτο σαν ανταπόκριση στην έκκληση «Μια δικάρα για του Φανό», δεν συγκεντρωνόταν το απαραίτητο ποσό βέβαια. Γι’ αυτό έπρεπε να μαζευτεί η γειτονιά και να συνεισφέρουν όλοι στον κοινό σκοπό σε είδος η σε χρήμα ανάλογα με τις δυνάμεις του ο καθένας. Ο βωμός διατηρούνταν στην καθορισμένη του θέση όλη την εβδομάδα και το πρωί της Μεγάλης Αποκριάς στολιζόταν ο χώρος γύρω απ’ αυτόν. Έφκιακαν «φούντες» από «φιλουρίδια» (σερπαντίνες), ελαφρώς … μεταχειρισμένα, μια και τα μάζευαν από τα κέντρα και τις ταβέρνες, όπου έπεφταν άφθονα όλη την εβδομάδα! Ολόγυρα αραδιάζονταν σαμάρια και σκαμνιά για να κάθονται οι γεροντότεροι ή όσοι αποκτούσαν …αστάθεια λόγω οινοποσίας! Τέλος έβγαιναν τα βαένια με το κρασί και τα κεράσματα που ετοίμαζαν οι νοικοκυρές της γειτονιάς για τους χορευτές και τους επισκέπτες: κεφτέδες, λουκάνικα, κιχιά, τυρί κι ότι άλλο μπορούσε να προσφέρει η κάθε μία. Όλα πλέον ήταν έτοιμα για την μεγάλη γιορτή!Όπως αναφέρει ο Χριστόφορος Τιτέλης: Ο Φανός αποτελείται από τους χορευτές και από τον πρωταγωνιστή που σέρνει τον χορό. Αυτοί είναι η ψυχή του χορού. Ο χορός αρχίζει με ελαφρά τραγούδια ερωτικά, ιστορικά και σατυρικά. Και ύστερα κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα θ’ αρχίσουν τα βαρετά τραγούδια, βωμολοχικά, τα πέρα για πέρα ξετσίπωτα. Τα αισχρολογικά, που και ο Αριστοφάνης θα ωχριούσε μπροστά τους. Ο πρωταγωνιστής που θα σέρνει το χορό, θα σταθεί ακίνητος, καθώς και οι άλλοι δέκα ή δεκαπέντε χορευτές σε κύκλο γύρω απ’ το βωμό. Θ’ αρχίσει να χτυπάει τις παλάμες των χεριών του ρυθμικά και χωρίς να προχωράει διόλου απ’ την θέση του θα τραγουδήσει. Στην συνέχεια θα σταματήσει το τραγούδι και ο χορός χτυπώντας τις παλάμες των χεριών τους και στην συνέχεια πιασμένοι θα επαναλάβουν. Ο πρωταγωνιστής ξανατραγουδά, και έτσι θα συνεχίσουν για πολλές ώρες κατά την διάρκεια της νύχτας. Καθώς προχωρούσε η ώρα, ο καθημερινός καθωσπρεπισμός πήγαινε περίπατο και τα τραγούδια γινόταν πιο σκληρά. Έπρεπε να φτάσει όλη η συντροφιά να είναι «κούρπιτου» (=τύφλα στο μεθύσι) για να πάνε για ύπνο.

  Από την καθαροδευτέρα κρατούσαν και το τριόημερο (τριήμερο). Δηλαδή, τρεις μέρες συνέχεια –όσοι  κρατούσαν τριόημερο_, είχαν τέλεια αποχή από φαγητό ,ψωμί και νερό.

Η μόνη τους τροφή, ήταν δυο καφέδες, που τους έπιναν τον ένα στις δέκα το πρωί και τον άλλον στις τέσσερις το απόγευμα. Την πρώτη τροφή την λάμβαναν την Τετάρτη στις δέκα η ώρα το πρωί. Έτρωγαν την πίτα με ταχίνι. Και όποιος η όποια, δεν άντεχε τούτες τις τρεις μέρες χωρίς τροφή, και τύχαινε να πεθάνει –τις περισσότερες φορές από άλλη αιτία -, δεν τον έθαφταν στο νεκροταφείο, μα στην κοπριά.

 Για να μπορέσει να κρατήσει το τριόημερο και ύστερα να πεθάνει, θα πει πως ήταν αμαρτωλός και δεν του άξιζε να θαφτεί στο αιώνιο ησυχαστήριο των νεκρών. Η θέση του, ήταν μακριά από το νεκροταφείο στην τούμπα από κοπριά……

 

Ο ΦΑΝΟΣ ΣΗΜΕΡΑ

Μόλις περάσουν οι γιορτές των Χριστουγέννων, οι Κοζανίτες ασχολούνται πλέον με τους Φανούς.

 Δύο βδομάδες πριν την Μεγάλη Αποκριά στήνεται το σκηνικό της μεγάλης γιορτής. Έρχονται τα κεραστάρια, ομοιώματα μικρών σπιτιών από όπου οι υπεύθυνοι της φιλοξενίας του Φανού θα προσφέρουν στον κόσμο κρασί και κιχιά. Στήνεται το υπόστεγο που θα στεγάσει τους μουσικούς με τα όργανα τους και θα τους προφυλάξει από το τσουχτερό κρύο της χειμωνιάτικης βραδιάς. Μπαίνει ο νουντάς στην καθορισμένη θέση και οι πιό επιδέξιοι αναλαμβάνουν να τον ευπρεπίσουν: βάφουν τους τοίχους, διορθώνουν τυχόν ζημιές στα ζωγραφιστά πορτοπαράθυρα και στην κληματαριά, ζωγραφίζουν κάτι καινούριο ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής. Εν τω μεταξύ τα συνεργεία του Δήμου ασχολούνται με τον αεροδιάκοσμο. Τις παραδοσιακές φούντες με τα φιλουρίδια έχουν αντικαταστήσει πάνινες στενές λουρίδες που ανεμίζουν και γεμίζουν με χρώμα τη γειτονιά και οι γιρλάντες με τα φώτα και οι προβολείς φωτίζουν το χώρο του βωμού. Εν τω μεταξύ συνεχίζεται η ανίχνευση για να βρεθεί η κατάλληλη ορχήστρα πνευστών, «τ’ άργανα» που θα δώσουν στην εκδήλωση τη νέα διάσταση που απέκτησε στην δεκαετία του ’60: την παρουσία της οργανικής μουσικής που ξεκουράζει τους τραγουδιστάδες, ενθαρρύνει το «σκόρπιο» χορό και προσδίδει ποικιλία και παλμό στη γιορτή. Πέρα από το κρασί και τα κηχιά οι πιο επιτήδειοι στη μαγειρική ετοιμάζουν στο σπίτι τους ένα σωρό άλλους μεζέδες για τους «επισήμους» αλλά και για τα μέλη. Οι προετοιμασίες δεν τελειώνουν παρά λίγες ώρες πριν ανάψει ο Φανός. Οι πιο χειροδύναμοι θα μεταφέρουν το κρασί και τα ταψιά με τα κιχιά στα κεραστάρια. Οι πιο «κασμιρτζήδις» θα γεμίσουν κάθε λευκή επιφάνεια των σκηνικών με …παραινέσεις, σχόλια και οδηγίες, όλα στο λιτό και «τσουχτερό» ύφος της Κοζανίτικης εκφραστικής παράδοσης και στο ιδίωμα, που κυριαρχεί όλες αυτές τις μέρες. Τα περισσότερα φυσικά έχουν σεξουαλικό περιεχόμενο και μερικά συμπληρώνονται με σκίτσα και σχέδια, για περισσότερη σαφήνεια! Εν τω μεταξύ κάποιοι ελέγχουν αν λειτουργούν καλά τα μεγάφωνα και τελευταία φροντίδα είναι να στοιβαχτεί κάπου πρόχειρα το δαδί που θα καίγεται όλη τη νύχτα στο βωμό της εθιμικής χαράς. Όλα έτοιμα!

 

Η ΓΙΟΡΤΗ ΑΡΧΙΖΕΙ 

Κατά τις 6 το απόγευμα ανάβει στην Πλατεία ο Κεντρικός Φανός της πόλης από το Δήμαρχο. Είναι ένας Φανός με καθαρά συμβολική σημασία και ρόλο χωρίς οργανωτική ομάδα από πίσω του και με πολύ σύντομη ζωή. Αφού φιλοξενήσει για λίγο τις αρχές της πόλης και τους επίσημους προσκεκλημένους, που θα χορέψουν γύρω του, θα φαν, θα πιουν και θα τραγουδήσουν όλοι μαζί με κορυφαίο του χορού εδώ και πολλά χρόνια τον Γιώργο Σβώλη, στη συνέχεια θα περάσει τη σκυτάλη στους Φανούς των συνοικιών. Αλώνια, Άη Δημήτρης, Αριστοτέλης, Αϊ Θανάσης, Γιτιά, Κασμιρτζήδις, Κιραμαριό, Λάκκους τ’ Μάγγαν’, τ’ Λατσκ του Πηγάδ’, Μπουντανάθκα, Παύλος Μελάς, Πηγάδ’ απ’ του Κεραμαριό και Σκ’ρκα, συνεχίζουν απτόητοι ν’ ανάβουν κάθε χρόνο μέχρι σήμερα. Η ώρα κοντεύει 8, έχει νυχτώσει για τα καλά και ο Φανός ανάβει. Έχει μαζευτεί κόσμος, παγωμένος ακόμη αλλά αυτό δεν θα κρατήσει και πολύ. Οι άνθρωποι που μόχθησαν να τον στήσουν όλες αυτές τις μέρες πιάνονται στο χορό πίσω απ’ τον κορυφαίο και ακούγεται το πρώτο τραγούδι, το ίδιο πάντα:

Έβγατε αγόρια στο χορό

κορίτσια στο σεργιάνι

να τραγουδήσω και να πω

πώς πιάνεται η αγάπη.

Από τα μάτια πιάνεται

στα χείλη κατεβαίνει

κι από τα χείλη στην καρδιά

ριζώνει και δεν βγαίνει.

 

Το ένα τραγούδι διαδέχεται τ’ άλλο, ο κόσμος γύρω πληθαίνει, ο κύκλος μεγαλώνει, σχηματίζεται και ένας δεύτερος με το ίδιο κέντρο κι ύστερα ένας τρίτος. Όταν κουραστεί ο πρώτος, ξεκινούν τα όργανα   κι ο χορός γύρω απ’ τη φωτιά. Όλη η πόλη γλεντάει. Παρέες-παρέες ντόπιοι και επισκέπτες μεταμφιεσμένοι και μη τριγυρνούν από τον έναν Φανό στον άλλον, πίνουν, χορεύουν, τραγουδούν. Πολλές φορές στο στριφογύρισμα του χορού βλέπουν ένα πρόσωπο που έχουν να δουν χρόνια. Ίσως να ’ναι ένας από τους πολλούς ξενιτεμένους Κοζανίτες που δεν μπορούν να μείνουν μακριά από την πατρίδα τους την Αποκριά. Φωνές, φιλιά, «χαμπάρια» και πάλι χορός. Κάποια στιγμή καταφθάνει η «Επιτροπή», χαρακτηρισμός που έμεινε στην ομάδα των τοπικών αρχόντων από τότε που έκρινε διάφορα στοιχεία των Φανών, φιλοξενία, σάτιρα, τραγούδι κλπ και βράβευε τους τρεις καλύτερους στον κάθε τομέα. Η εποχή των βραβείων έφυγε, όχι όμως και ο τίτλος. Ο ερχομός της Επιτροπής δημιουργεί έναν μικροπανικό.

 

Ο ΧΟΡΟΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΝΟ

Στις εθιμικές πυρές της Αποκριάς, όπως είναι ο Φανός, κεντρικό ρόλο παίζουν το τραγούδι και ο χορός, τα οποία, εκτός από την εμφανή ψυχαγωγική και κοινωνική σκοπιμότητα που εξυπηρετούν, παίρνουν  επίσης λατρευτική και τελετουργική διάσταση. Η κοινότητα ή η ομάδα που συμμετέχει σε μια παρόμοια εθιμική εκδήλωση «επιδιώκει την πραγματοποίηση ενός σκοπού, ο οποίος συνήθως είναι η επίτευξη της ευετηρίας, της καλής χρονιάς, στην ευρύτερη διάστασή της, με την έννοια  της πλούσιας καρποφορίας και της καλής υγείας».Χόρευαν λοιπόν οι αγρότες κάτοικοι της Κοζάνης γύρω απ’ τη φωτιά, εξορκίζοντας την κακοδαιμονία και καλώντας τις δυνάμεις του καλού να τους συντρέξουν στο δύσκολο έργο τους. Οι κινήσεις και τα βήματα του χορού τους περνούσαν από γενιά σε γενιά ίδια και απαράλλαχτα, συγκρατημένα και μονότονα, συνοδευτικά μάλλον του τραγουδιού και παρά αυθύπαρκτα χορευτικά κινητικά μοτίβα. Έτσι παραδόθηκαν και στις σημερινές γενιές. Οι σημερινοί Κοζανίτες εξακολουθούν να κινούνται γύρω από τη φωτιά όπως είδαν τους γονείς τους και τους παππούδες τους να κάνουν πριν απ’ αυτούς μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτιστικού συντηρητισμού, που χαρακτηρίζει γενικά τους λαϊκούς χορούς.